Είμαστε στο Καφέ-Σχολειό, η Μαριαλένα κι εγώ, για το σεμινάριο ‘Ενεργοποιώντας τον εσωτερικό μας θεραπευτή’. Είκοσι ένα άτομα, σε αρμονία ο ένας με τον άλλο και όλοι μαζί με το χώρο. Καθόμαστε όλοι σε κύκλο, οκλαδόν, σε στάση διαλογισμού. Καθόμαστε έτσι αρκετή ώρα με κλειστά τα μάτια, συγκεντρωμένοι στην αναπνοή μας. Νιώθω ένα πέπλο ηρεμίας και γαλήνης να κατεβαίνει από το κεφάλι στα μάτια, στους ώμους, στο στέρνο, στα χέρια, στην πλάτη... κατεβαίνει και κατεβαίνει και κατεβαίνει μέχρι που με τυλίγει ολόκληρη. Στην απόλυτη σιγή ακούω μόνο την εκπνοή, τη δική μου και των γύρω μου. Ξάφνου, ακούω τη γλυκιά φωνή της Χρυσάνθης να μας διαβάζει... κι ανατριχιάζω...- Δάσκαλε, το σώμα μου είναι θυμωμένο. Νιώθω ότι πρέπει να του μιλήσω και φοβάμαι.
- Πρέπει πρώτα να επιθυμήσεις να του μιλήσεις, παιδί μου. Όταν το επιθυμείς, δε φοβάσαι.
- Επιθυμώ να του μιλήσω, Δάσκαλε, αλλά δε βρίσκω λόγια.
- Παιδί μου, παιδί μου. Δε χρειάζεται να βρεις λόγια. Με το σώμα δεν επικοινωνούμε με τη σκέψη. Έχει δικιά του γλώσσα το σώμα. Γι’αυτό πρέπει να επιθυμείς να μπεις στη δικιά του λογική, στον τρόπο που εκείνο γνωρίζει. Πρέπει να αφυπνίσεις τη μνήμη του, τα αισθήματά του. Να επιθυμείς να μάθεις να το ακούς. Να το πλησιάσεις μαλακά, ήσυχα, αργά, για να το εξημερώσεις. Να επιθυμείς να μπεις μέσα του και να το συναντήσεις. Να το κοιτάξεις, να το αγγίξεις, να το μυρίσεις, να το γευθείς, να το ακούσεις. Να το αφήσεις να εκφραστεί με κινήσεις, με χειρονομίες, με φωνές. Πρέπει να παίξεις με το σώμα σου, να το χειριστείς, να το βάλεις σε διαφορετικές καταστάσεις, ακόμα και αντίθετες από τις συνηθισμένες. Να το κάνεις να ζήσει το απροσδόκητο, το παράξενο, ακόμα και το δυσάρεστο. Αλλά και να το καλοπιάσεις, να το νταντέψεις, να το νανουρίσεις.
- Δάσκαλε, Δάσκαλε, με κυριεύουν και με σταματούν οι ευγενικές σκέψεις, τα ευγενικά αισθήματα, που τόσα χρόνια τώρα το φορτώνω για να το καλύπτω.
- Ναι, παιδί μου, το ξέρω. Όλοι μας το έχουμε κάνει αυτό. Αλλά, όταν είσαι δίπλα του, πολύ κοντά του, θα επιθυμήσεις να του αφαιρέσεις όλα αυτά τα βάρη και θα κυριευθείς από μιαν απέραντη τρυφερότητα κι όταν φθάσει η στιγμή, θα επιθυμήσεις να του πεις:
«Πρέπει να μάθω να σε αγαπώ, σώμα μου, φίλε μου. Όμως φοβάμαι, σώμα μου, φίλε μου.»
Κι όταν φθάσει η στιγμή, θα επιθυμήσεις να το ρωτήσεις:
«Πες μου, σώμα μου, φίλε μου, ποιον φοβόμαστε;»
Και τότε θα ξέρεις ότι βρίσκεσαι σε καλό δρόμο. Γιατί, όταν μιλούμε με το σώμα μας, μιλούμε με τη φύση, με τη Δύναμη που έχει δημιουργήσει τον κόσμο, μιλούμε με το Θεό.
-Δάσκαλε, μου έρχεται να κλάψω.
-Κλάψε, παιδί μου.
Κι εγώ εκεί δάκρυσα. Κι άλλοι στην ομάδα δάκρυσαν επίσης. Και νιώσαμε Ένα. Και τους ευχαριστώ μες απ’την καρδιά μου, γιατί σήμερα απέκτησα την αίσθηση του Ενός και του Όλου... την αίσθηση ότι ανήκω κάπου... σ’αυτό το χώρο... σ’αυτό το βίωμα... σ’αυτή την Ομάδα... Ευχαριστώ...
Labels: "Στο Ντιβάνι"

This comment has been removed by a blog administrator.