Τα μάτια σου μού δάνεισες, Γέροντα. Κοίταξες πίσω στο βουνό... Ατένισες με το γλυκό σου βλέμμα το δρόμο που σ’ έφερε εδώ, σ’ αυτό το μοναστήρι, σ’ αυτόν τον εξώστη, σ’ αυτή τη στιγμή. Κοίταξες μπρος στη θάλασσα... Ατένισες με τα μάτια σου τα εσωτερικά το δρόμο που θα ακολουθήσουν τα βήματά σου. Αναγνώρισες το δρόμο. Τον καλωσόρισες. Υποτάχθηκες σ’ αυτόν. Γι’ άλλη μια φορά στο εδώ και τώρα δήλωσες υποταγή στο δρόμο σου, Γέροντα. Και τότε ο δρόμος χάθηκε από τα μάτια σου. Ένιωσες πόνο στις πατούσες των ποδιών σου. Τις ένιωσες να σκίζονται κατά μήκος, να χαράσσονται. Για μια στιγμή νόμισες ότι έφταιγε το βάρος του σώματός σου που έπεφτε στις πατούσες σου. Δεν άργησες όμως να συνειδητοποιήσεις ότι δεν ήταν το βάρος του σώματός σου... Ήταν ο δρόμος. Ο δρόμος που χάθηκε από τα μάτια σου για να εμφανιστεί στο σώμα σου, Δάσκαλε. Να χαραχθεί στα πόδια σου. Ο δρόμος, ο με ‘πύρινα σίδερα’ χαραγμένος στις πατούσες των ποδιών σου.
Labels: Ηλιαχτίδες
Η δική σου 'ασκητική'- θα μπορούσε να είναι διήγημα!