Αναζητώντας ανακούφιση από τον πόνο που της προκαλούσε αυτό το δηλητήριο, η έγκλειστη βασιλοπούλα έπεσε για πολλά χρόνια σε ύπνο βαθύ.
Η βασιλοπούλα όμως δεν ήταν άρρωστη πνευματικά και ψυχικά όπως η μητέρα της ούτε αδύναμη στο χαρακτήρα όπως ο πατέρας της. Ήταν πολύ υγιής και δυνατή, γιατί είχε πάρει πολλή αγάπη από τον πατέρα της σ’όλη τη διάρκεια της μέχρι τότε ζωής της. Ήταν, ναι μεν, ναρκωμένη, αλλά ακόμα και στην κατάσταση του βαθύ ύπνου, αυτό που την κυρίευε περισσότερο από το δηλητήριο ήταν ο φόβος της ότι θα καταντούσε άρρωστη σαν τη μάνα της και ότι αργότερα θα πότιζε κι εκείνη τα παιδιά της με το ίδιο φαρμάκι.
Μπροστά σ’αυτό το εφιαλτικό σενάριο δεν υπολόγιζε πια τη φροντίδα της οικογένειάς της και καρφί δεν της καιγόταν για το βασίλειο που θα κληρονομούσε μια μέρα. Το μόνο που ήθελε ήταν να βρει τον εαυτό της και να ελευθερωθεί από τα δεσμά της. Χωρίς, λοιπόν, ούτε η ίδια να το καταλαβαίνει, έκανε υπομονή μέχρι να μεγαλώσει αρκετά και να βρεθεί σε θέση να φύγει από τον Πύργο. Η βασίλισσα ξεγελάστηκε και πίστεψε ότι νίκησε κλείνοντας τα μάτια και το στόμα της ωραίας κοιμωμένης. Η αντίπαλός της δεν έδειχνε ότι θα έβρισκε τη δύναμη να ξυπνήσει ποτέ. Η ψυχή και το πνεύμα της μικρής όμως επαναστατούσαν κάθε λίγο και λιγάκι. Ωστόσο, κάθε φορά που με τα χίλια ζόρια προσπαθούσε ν’ανοίξει τα μάτια της, άφηνε πάλι το δηλητήριο να ναρκώνει τις αισθήσεις της.
Ο βασιλιάς, πάντως, αν και απών, ήξερε προ πολλού τι συμβαίνει και φοβόταν ότι αν η μοναχοκόρη του ξυπνούσε, αν ανακάλυπτε τον εαυτό της και κατακτούσε την ελευθερία της, θα αποκτούσε τον πραγματικό πλούτο στη ζωή της και θα εγκατέλειπε οριστικά αυτόν και το μίζερο βασίλειό του. Αν και ήξερε ότι η κόρη του υπέφερε πάρα πολύ από την αφαίμαξη της βασίλισσας, ο ίδιος την ήθελε πάση θυσία κοντά του από την υπερβολική αγάπη και αδυναμία που της είχε, γι’αυτό τις λίγες ώρες που βρισκόταν κοντά της, την πότιζε κι εκείνος με το δικό του φαρμάκι, που λεγόταν «δεν είσαι ικανή και άξια να επιβιώσεις χωρίς την προστασία μου», για να την κρατά κοντά του έστω και ναρκωμένη.
Η βασίλισσα, από τη άλλη, ήξερε ότι στο μέλλον θα ήταν απόλυτα εξαρτημένη από την κόρη της, γιατί δεν είχε κανέναν άλλο στον κόσμο να την φροντίζει και να της παρέχει ασφάλεια στα γεράματά της. Παρόλα αυτά, τη φθονούσε για την υπερβολική αγάπη και αδυναμία που της έδειχνε ο βασιλιάς...
Κοντεύοντας να φτάσει στα όρια της τρέλας και του θανάτου, η ενήλικη πια βασιλοπούλα άνοιξε το στόμα της και είπε: «Δεν πάει άλλο. Θέλω να φύγω από τον Πύργο. Μία μόνο ημέρα να περάσω ακόμα εδώ μέσα και ή θα τρελαθώ ή θ’αυτοκτονήσω...»
Labels: Serenity in Fairyland
« back home